15 Οκτωβρίου 2020
Η Επιχειρηματικό-τητα ως συστατικό στοιχείο  της  Εκπαίδευσης των Νέων

Η Επιχειρηματικό-τητα ως συστατικό στοιχείο της Εκπαίδευσης των Νέων

*Άρθρο του καθηγητή Σπύρου Ι. Βλιάμου

Η Επιχειρηματικότητα ως ακαδημαϊκό αντικείμενο διδασκαλίας δεν έχει μακρά παράδοση, ιδίως στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αν και στο Πανεπιστήμιο του Harvard τα πρώτα προγράμματα επιχειρηματικότητας σχεδιάστηκαν κατά τη δεκαετία του 1940, η πραγματική του επέκταση ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980 πρώτα στις ΗΠΑ και κατόπιν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το αυξημένο ενδιαφέρον στην εισαγωγή της διδασκαλίας του γνωστικού αντικειμένου της επιχειρηματικότητας στα πανεπιστήμια, προκλήθηκε από την μετατόπιση του ενδιαφέροντος στην οικονομία που βασίζεται στην μικρή επιχείρηση, γεγονός όμως που, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης του σχετικού ενδιαφέροντος, το μάθημα της επιχειρηματικότητας ταυτίστηκε με σχετικά μαθήματα διοίκησης και ανάπτυξης ΜΜΕ. Έτσι μέσα σ’ αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, σε πολλές χώρες και κυρίως στις χώρες της πρώην Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η επιχειρηματικότητα ως οικονομική διαδικασία σύντομα αναδείχθηκε μεν σε σημαντικό ζήτημα αλλά ως ακαδημαϊκή διδακτική ενότητα δεν έχει λάβει ακόμα και σήμερα τη θέση της στα ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών. Ίσως επειδή το μάθημα της ‘επιχειρηματικότητας’ περιέχει ακόμα πολύ καινούριες έννοιες και κυρίως απαιτεί την αλλαγή νοοτροπιών. Γι' αυτό το λόγο παραμένει και χωρίς μια αυστηρή γνωσιολογική δομή. Πολλοί όμως ισχυρίζονται ότι η έλλειψη της δομής αυτής αποτελεί ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα του νέου γνωστικού αντικειμένου. Το ‘νέο αντικείμενο’ έλκει τους εκπαιδευτικούς επειδή ακριβώς η μεθοδολογία του δεν είναι ακόμη οριστικοποιημένη και επομένως παρέχει σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας στην ανάπτυξή της και εξελίσσεται στη βάση μιας πειραματικής αντιμετώπισης.

H ανάγκη που έχει επισημανθεί και γίνει αποδεκτή είναι ότι το θέμα πρέπει να τύχει

(α) διεπιστημονικής αντιμετώπισης και

(β) διαδραστικής μεθοδολογίας με την ενεργό συμμετοχή των σπουδαστών αντί του παραδοσιακού παθητικού τρόπου παρακολούθησης στην αίθουσα, οι μέθοδοι που έχουν προταθεί αφορούν κυρίως διδασκαλία βασιζόμενη σε μελέτες περιπτώσεων, μελέτες βιωσιμότητας και σχέδια προσομοίωσης.

Έτσι, αν θεωρήσουμε ως γενικό κανόνα ότι η διδασκαλία πρέπει να διευκολύνει τη μαθησιακή δυνατότητα των σπουδαστών, το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιές είναι οι μέθοδοι που πρέπει να εφαρμοσθούν ώστε να διευκολύνουν την ‘εκμάθηση’ της επιχειρηματικότητας;

Στην αποτελεσματική διδασκαλία της επιχειρηματικότητας εμπλέκονται τρεις συντελεστές:

1) ο διδάσκαλος, ο οποίος σχεδιάζει αποτελεσματικούς τρόπους διδασκαλίας και εκμάθησης του αντικειμένου και μπορεί να καταστεί δημιουργός γνώσης (knowledge creator),

2) ο φοιτητής, ο οποίος εμπλέκεται στη διαδικασία μάθησης ως αποδέκτης της γνώσης και

3) το θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα διευκολύνει την ανάπτυξη του μαθήματος και της ‘νέας’ νοοτροπίας στην οποία αυτό στοχεύει.

Η διαδικασία συντονισμού και συνεργασίας και των τριών συντελεστών δημιουργεί θέματα, θέτει ερωτήσεις και επιβάλλει ενέργειες που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε ένα έργο ‘δημιουργίας/παραγωγής γνώσης’. Αυτό σημαίνει ότι οι έννοιες/ιδέες που θα προκύψουν θα πρέπει να στοχεύουν στην εμβάθυνση σκέψης και να θεμελιώνονται στη δημιουργική νοοτροπία των συμμετεχόντων, ώστε να δημιουργούν σταθερές βάσεις ανάπτυξης της γνώσης στο δεδομένο υπό συζήτηση γνωστικό αντικείμενο. Και τούτο διότι η ‘επιχειρηματικότητα’ ως γνωστικό αντικείμενο αφορά αφ’ ενός την ικανότητα σκέψης προς νέες κατευθύνσεις και αφ’ ετέρου την μετατροπή των σκέψεων αυτών σε πράξεις.

Κριτική σκέψη και αντίδραση φιλοσοφικά σημαίνει την ανάπτυξη διαφορετικών (εναλλακτικών) τρόπων σκέψης και παρατήρησης των πραγμάτων. Η κριτική σκέψη σχετίζεται επομένως με τη δημιουργική ικανότητα ενός προσώπου καθώς και με την ικανότητά του να σκέφτεται χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις.

Με δεδομένο αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο η παρούσα ανάλυση στοχεύει στον εντοπισμό και διερεύνηση των μοναδικών χαρακτηριστικών καθώς και του περιεχομένου της ‘επιχειρηματικότητας’. Με τον τρόπο αυτόν τα χαρακτηριστικά της έννοιας μπορούν να μετουσιωθούν σε θεματικές ενότητες διδασκαλίας του αντικειμένου μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση και όχι την στείρα και τυπική προσέγγιση που αναπαράγεται στις Σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων και Management. Με τον τρόπο αυτόν έννοιες όπως ‘αξιοπιστία’, ‘αντικειμενικότητα’, ‘διάλογος’, ‘συνέντευξη’, ‘δείγμα’, ‘σύστημα’, ‘δομή της σκέψης’, ‘μεθοδικότητα’ και ‘ανάλυση’ , μπορούν να συνεργασθούν και παρουσιαστούν μαζί με άλλες περισσότερο παραδοσιακές έννοιες, βασικές στις μέχρι τώρα σπουδές της ‘Διοίκησης Επιχειρήσεων’. Τέτοιες έννοιες είναι, ‘ομάδα’, ‘κίνδυνος’, ‘δίκτυο’, ‘επιχείρηση’, ‘όνομα προϊόντος’, ‘αγορά’, ‘καλές πρακτικές’, ‘τιμή’, κ.ά.

Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι η ‘επιχειρηματικότητα ‘ αναφέρεται στην ικανότητα των ατόμων να μετατρέπουν ιδέες σε δράση, τούτο προϋποθέτει την ύπαρξη δημιουργικότητας, καινοτομίας και επιθυμίας ανάληψης κινδύνου καθώς και την ικανότητα σχεδιασμού και διαχείρισης έργων για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Επομένως η επιχειρηματική εκπαίδευση δεν πρέπει να συγχέεται με την γενική εκπαίδευση στις οικονομικές επιστήμες και τη διοίκηση επιχειρήσεων, επειδή ο στόχος της συγκεκριμενοποιείται με την προαγωγή της δημιουργικότητας, καινοτομίας και αυτό-απασχόλησης. Η ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων μπορεί να βοηθήσει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στο σπίτι και στην κοινωνία, καθιστά τον εργαζόμενο περισσότερο πρόθυμο να συμμετάσχει στην οργάνωση της δουλειάς και γιατί όχι της ίδιας της ζωής του και αυξάνει την ικανότητά του να διακρίνει ευκαιρίες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί την ανάπτυξη και εισαγωγή του μαθήματος της Επιχειρηματικότητας τουλάχιστον στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως πολύ σημαντική καινοτομία και για τον λόγο αυτό προτρέπει τον ακαδημαϊκό κόσμο να συμμετάσχει σ’ αυτήν την προσπάθεια. Παρά ταύτα, οι χώρες μέλη της ΕΕ όπου η επιχειρηματικότητα είναι ενταγμένη στα προγράμματα σπουδών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελούν ακόμα μικρή μειοψηφία:

  1. Σε πολύ λίγες χώρες η επιχειρηματικότητα είναι ήδη ένα αναγνωρισμένο αντικείμενο του εκπαιδευτικού συστήματος και περιλαμβάνεται στο εθνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Οι χώρες αυτές είναι: Ισπανία, Ιρλανδία, Κύπρος, Πολωνία, Φιλανδία, και Η.Β. Εν τούτοις αρκετή δουλειά πρέπει να γίνει ακόμα στον τομέα εκπαίδευσης διδασκόντων και παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού.
  2. Σε ορισμένες άλλες χώρες μεταρρυθμίσεις έχουν προγραμματιστεί και σε ορισμένες άλλες υπάρχει ήδη μια μερική εφαρμογή νέων ρυθμίσεων. Αυτές είναι Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Λετονία, Σλοβενία και Σουηδία.
  3. Σε όλες τις άλλες χώρες η επιχειρηματικότητα δεν περιλαμβάνεται καθόλου στα διδακτικά προγράμματα της γενικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά στις περισσότερες από αυτές η εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα περιλαμβάνεται ως προαιρετικό μάθημα επιλογής σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα. Αυτές είναι : Βέλγιο, Βουλγαρία, Δανία, Γαλλία, Ιταλία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία και Ελλάδα.

Η ΕΕ για την παρότρυνση ευρωπαϊκών πανεπιστημίων να εισάγουν το μάθημα προβαίνει σε διαφόρους μορφής χρηματοδοτήσεις διαφόρων προγραμμάτων. Τα προγράμματα αυτά έχουν πολλαπλή στόχευση:

Πρώτον, επιδιώκουν την προώθηση της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης για την επιχειρηματικότητα εκτός της ΕΕ με την αύξηση της ελκυστικότητας των προγραμμάτων διδασκαλίας επιχειρηματικής ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να καταστούν τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια ελκυστικοί τόποι προορισμού για σπουδές στα θέματα αυτά και να προσελκυσθούν φοιτητές τρίτων χωρών, ιδίως φοιτητές ειδικών ταλέντων.

Δεύτερο, επιδιώκουν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και να προάγουν την ποιότητα των προγραμμάτων των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων στην επιχειρηματικότητα μέσα από την βελτιωμένη δυνατότητα πρόσβασης και δομημένη συνεργασία μεταξύ ιδρυμάτων της ΕΕ και τρίτων χωρών με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία δικτύου.

Τρίτον, επιδιώκουν την ανάπτυξη ενός είδους Στρατηγικής Marketing για την προώθηση των μαθημάτων ‘ευρωπαϊκής’ επιχειρηματικότητας έξω από την Ευρώπη, την περιφέρεια της Μεσογείου, την Ασία και Μέση Ανατολή και τέλος την Λατινική Αμερική.

Επομένως για την ανάπτυξη και διάδοση της διδασκαλίας της επιχειρηματικότητας θα πρέπει να τεθεί ως πρωταρχικός στόχος η κατασκευή ενός διαγράμματος διδακτικής ύλης το οποίο να περιλαμβάνει έννοιες επιχειρηματικότητας προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες των διαφόρων τμημάτων των πανεπιστημίων άρα και διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων αλλά και να αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές ανάγκες των εν δυνάμει επιχειρηματιών όπως αυτές υπαγορεύονται από την σύγχρονη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

*Ο Σπύρος Βλιάμος είναι Πρόεδρος Δ.Σ. και Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου στο ICBS ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΟΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Είναι Ομότιμος Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έχει διατελέσει Κοσμήτωρ της Σχολής Οικονομικών, Διοίκησης και Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου, μέλος της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Καθηγητής και Πρόεδρος των Τμημάτων (α) Οικονομικής Επιστήμης και (β) Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης. Έχει διατελέσει επίσης Επισκέπτης Καθηγητής στο Μεταπτυχιακό Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Nagoya στην Ιαπωνία, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Πράγας και στο Πανεπιστήμιο Dauphine στο Παρίσι.

Διαβάστε ακόμα

Εγγραφείτε στο